- λιποκρέως
- λῐπο-κρέως, ων, gen. ω,A losing flesh, i.e. wasted, thin, Suid.: acc. pl. λ (ε) ιποκρέους in Tz.H. 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp.in GA200.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόκρεως — λιπόκρεως, ων (AM) αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek